- πρωτογένημα
- -ήματος, τὸ, Αβλ. πρωτογέννημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτογένημα — firstfruits neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενημάτων — πρωτογένημα firstfruits neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενήμασι — πρωτογένημα firstfruits neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενήματα — πρωτογένημα firstfruits neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενήματος — πρωτογένημα firstfruits neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογέννημα — το, ΝΜΑ, και πρωτογένημα Α [πρωτογεννῶ] 1. το πρώτο γέννημα 2. συν. στον πληθ. τα πρωτογεννήματα πρώιμοι καρποί που προσφέρονται από τους Εβραίους ως θυσία στον θεό κατά την εορτή τής Πεντηκοστής κατά την οποία αγιάζονται οι καρποί τής γης … Dictionary of Greek